- Ρουό, Ζορζ
- (Rouault, Παρίσι 1871 – 1958). Γάλλος ζωγράφος. Γιος ενός ξυλουργού από τη Βρετάνη, μπήκε σε ηλικία 14 ετών σε ένα εργαστήριο επισκευής μεσαιωνικών βιτρό και η εμπειρία αυτή άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην προσωπικότητά του, τόσο για την αγάπη του προς τα λαμπερά χρώματα, έντονα χωρισμένα από μια δυνατή μαύρη γραμμή, όσο και για τη βιοτεχνική επιμέλεια. Το 1891 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου είχε αποφασιστική επίδραση πάνω του το ότι είχε δάσκαλο και φίλο τον Γκιστάβ Μορό· του 1893 είναι Ο Σαμψών γυρίζει το μάγγανο και του επόμενου χρόνου Ο Ιησούς ανάμεσα στους σοφούς, για το οποίο πήρε το βραβείο Σεναβάρ. Έπειτα πλησίασε τους «φωβιστές» και ζωγράφισε παλιάτσους, πιερότους και πόρνες με έντονα κόκκινα και γαλάζια χρώματα, που χωρίζονται σκληρά με μια μαύρη γραμμή, η οποία τονίζει παραμορφωτικά την ηθική και φυσική δυστυχία των προσώπων. Από το 1907 εναλλάσσει τα κοινωνικά θέματα –χωριάτες, εργάτες, αστούς, ζωγραφισμένους μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον ή μόνους– με έργα εμπνευσμένα από ειλικρινή θρησκευτικότητα· επιδόθηκε με πάθος στο σμάλτο, στην κεραμική, στο άκουα-φόρτε (εικονογραφήσεις για τις Μετενσαρκώσεις του πατέρα Ουμπού, Το τσίρκο), στη σκηνογραφία για το θέατρο (Ρωσικά μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ). Όσο προχωρούσαν τα χρόνια το σχέδιό του γινόταν πιο ουσιαστικό: οι μορφές έχουν μια μνημειακή μετωπικότητα και τα χρώματα, έντονα και παχιά, έχουν εκφραστική δύναμη και τείνουν να επικρατήσουν πάνω σε τοπία πόλεων τα θρησκευτικά θέματα, διαποτισμένα από τον θερμό μυστικισμό, που και παλαιότερα χαρακτήριζε τις στάμπες του στις σειρές Μιζερέρε (1917-27) και τα Άγια Πάθη (1934-35).
«Βιβλικό τοπίο», έργο του Ζορζ Ρουό.
Dictionary of Greek. 2013.